-
1 плавание
1. (рейс) το ταξίδ/ι, ο πλουςвыходить{}уходить{} в - σαλπάρω (ξεν.), αποπλέωξεκινώ το -, πάω/φεύγω -2. (судовождение) η ναυτιλίαгодность к - ю ικανότητα για -, καταλληλότητα για -, η πλοϊμότητα3. (вид спорта) η κολύμβηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плавание